Βροντερό

Βροντερό
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 185 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων. Έως το 1928 ονομαζόταν Λάντζο. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.100 μ., 183 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται Δ της Μικρής Πρέσπας και του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πρεσπών. Έως το 1928 ονομαζόταν Γκρασδέν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste südslawischer Bezeichnungen griechischer Orte — In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen Bezeichnungen von Orten in Griechenland gegenübergestellt. Viele griechische Siedlungen hatten in ihrer Geschichte griechische und nichtgriechische Namensformen. Eine Vielzahl dieser Namen …   Deutsch Wikipedia

  • βροντερός — ή, ό [βροντή] ηχηρός σαν βροντή («βροντερή καμπάνα», «βροντερή φωνή», «βροντερό κύμα», «βροντερά τραγούδια») …   Dictionary of Greek

  • βροντόκραυγος — η, ο με βροντερό ήχο («των βροντόκραυγων αρμάτων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κραυγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό] …   Dictionary of Greek

  • εγχειβρόμος — ἐγχειβρόμος, ον (Α) επίθετο τής Αθηνάς με το βροντερό έγχος …   Dictionary of Greek

  • νταούλι — Λαϊκό μεμβρανόφωνο κρουστό μουσικό όργανο, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ν. είναι λέξη τούρκικη, αντίστοιχη της ελληνικής τύμπανο. Η ποικιλία των κρουστών αυτών οργάνων είναι μεγάλη και ο κάθε τύπος διαφέρει σε μέγεθος καθώς και στην ύλη που …   Dictionary of Greek

  • βροντολαλώ — ησα, μιλώ με βροντερή φωνή, παράγω βροντερό ήχο, διαλαλώ: Με πολύ θάρρος βροντολάλησε το δίκιο του στο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντόλαλος — η, ο αυτός που παράγει βροντερό ήχο: Ήχησε η βροντόλαλη καμπάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”